- πυρώνω
- πυρῶ, -όω, ΝΜΑ [πῡρ]1. πυρακτώνω2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιάνεοελλ.1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο»)β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα»)γ) μτφ. ερεθίζομαι, διεγείρομαι, εξάπτομαι («μην τού πολυμιλάς, γιατί πυρώνει εύκολα»)2. μτφ. δίνω σε κάτι το κόκκινο χρώμα τής φωτιάς, κάνω κάτι να φαίνεται κόκκινο σαν τη φωτιά («κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας», Αγγ. Σικελ.)μσν.-αρχ.μτφ. ανάβω κάποιον με κάτι («ἔρως, σὺ δ' εὐθέως με πύρωσον», Ανακρεοντ.)αρχ.1. κατακαίω κάτι με φωτιά, πυρπολώ («πρὶν ἤ ἕλω τε καὶ πυρώσω τὰς Ἀθήνας», Ηρόδ.)2. καίω κάτι σε έμπυρη θυσία3. (το ενεργ. και το μέσ.) καίω κάτι σε πυρά4. ανάβω φωτιά («τοδὶ δὲ τῷ φλόγᾳ ποιεῑν καὶ πυροῡν», Αριστοτ.)5. χρησιμοποιώ φωτιά6. (κατ' επέκτ.) ψήνω7. λειώνω, διαλύω («πυροῡν ἀργυρώματα», επιγρ.)8. καπνίζω, θυμιάζω κάτι9. εξαγνίζω με φωτιά10. υποβάλλω σε δοκιμασία με φωτιά («πειρασμούς, καθ' οὕς... πυρωθέντες... ἐδοκιμάσθησαν», Μεθοδ.)11. παθ. πυροῡμαι, -όομαια) παίρνω φωτιά, ανάβωβ) καυτηριάζομαι, απολυμαίνομαι («ἡ μὲν οὖν φλὲψ δύναται πυροῡσθαι, νεῡρον δὲ πᾱν φθείρεται πυρωθέν», Αριστοτ.)γ) (για χρυσό) δοκιμάζομαι με φωτιά («χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρός», ΚΔ.)δ) προσβάλλομαι από φωτιά, υφίσταμαι πυράκτωσηε) μτφ. γίνομαι δεκτός, εγκρίνομαι («τὰ λόγια κυρίου πεπυρωμένα», ΠΔ)στ) ιατρ. προσβάλλομαι από καρδιαλγία12. φρ. «πυροῡν τὴν γεῡσιν [ή τὴν γλῶσσαν]» — το να παρέχει κάτι αίσθημα θερμότητας στη γεύση ή στη γλώσσα.
Dictionary of Greek. 2013.